Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλακερός
πλάκινος
πλακοῦς
πλάκτωρ
πλανάω
πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
πλασματίας
View word page
πλανήτης
πλανήτης πλᾰνήτης, ου, = πλάνης, Soph., Plat. as adj. wandering, roaming, Eur.
ShortDef
wandering, roaming
Debugging
Headword:
πλανήτης
Headword (normalized):
πλανήτης
Headword (normalized/stripped):
πλανητης
IDX:
26282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26313
Key:
planh/ths
Data
{'content': 'πλανήτης\n πλᾰνήτης, ου,\n = πλάνης, Soph., Plat.\n as adj. wandering, roaming, Eur.', 'key': 'planh/ths'}