Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλαίσιον
πλακερός
πλάκινος
πλακοῦς
πλάκτωρ
πλανάω
πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλάσμα
View word page
πλανητέος
πλανητέος πλᾰνητέος, ον, verb. adj. one must wander, Xen.
ShortDef
one must wander
Debugging
Headword:
πλανητέος
Headword (normalized):
πλανητέος
Headword (normalized/stripped):
πλανητεος
IDX:
26281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26312
Key:
planhte/os
Data
{'content': 'πλανητέος\n πλᾰνητέος, ον,\n verb. adj.\n one must wander, Xen.', 'key': 'planhte/os'}