Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλάθω
πλαίσιον
πλακερός
πλάκινος
πλακοῦς
πλάκτωρ
πλανάω
πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
View word page
πλάνης
πλάνης πλάνης (ᾰ), ητος, ὁ, a wanderer, roamer, rover, Soph., Eur. πλάνητες ἀστέρες the planets, Xen. as adj. wandering, Plut.
ShortDef
a wanderer, roamer, rover
Debugging
Headword:
πλάνης
Headword (normalized):
πλάνης
Headword (normalized/stripped):
πλανης
IDX:
26280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26311
Key:
pla/nhs
Data
{'content': 'πλάνης\n πλάνης (ᾰ), ητος, ὁ,\n a wanderer, roamer, rover, Soph., Eur.\n πλάνητες ἀστέρες the planets, Xen.\n as adj. wandering, Plut.', 'key': 'pla/nhs'}