Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλακερός
πλάκινος
πλακοῦς
πλάκτωρ
πλανάω
πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
View word page
πλάνησις
πλάνησις πλάνησις, εως, πλανάω a making to wander, a dispersing, τῶν νεῶν Thuc.
ShortDef
a making to wander, a dispersing
Debugging
Headword:
πλάνησις
Headword (normalized):
πλάνησις
Headword (normalized/stripped):
πλανησις
IDX:
26279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26310
Key:
pla/nhsis
Data
{'content': 'πλάνησις\n πλάνησις, εως,\n πλανάω\n a making to wander, a dispersing, τῶν νεῶν Thuc.', 'key': 'pla/nhsis'}