Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλάζω
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλακερός
πλάκινος
πλακοῦς
πλάκτωρ
πλανάω
πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
πλανητικός
πλανητός
πλάνιος
πλανόδιος
πλάνος
πλανοστιβής
View word page
πλάνη
πλάνη .πλάνη (ᾰ), ἡ, like ἄλη, a wandering, roaming, Hdt., Aesch. a digression, Plat. metaph. a going astray, error, Plat., etc.

ShortDef

a wandering, roaming

Debugging

Headword:
πλάνη
Headword (normalized):
πλάνη
Headword (normalized/stripped):
πλανη
IDX:
26278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26309
Key:
pla/nh

Data

{'content': 'πλάνη\n .πλάνη (ᾰ), ἡ,\n like ἄλη, a wandering, roaming, Hdt., Aesch.\n a digression, Plat.\n metaph. a going astray, error, Plat., etc.', 'key': 'pla/nh'}