Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλαγιόω
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάγος
πλαδαρός
πλάζω
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλακερός
πλάκινος
πλακοῦς
πλάκτωρ
πλανάω
πλάνημα
πλάνη
πλάνησις
πλάνης
πλανητέος
πλανήτης
View word page
πλακερός
πλακερός πλᾰκερός, ά, όν πλάξ = πλατύς broad, Theocr.

ShortDef

broad

Debugging

Headword:
πλακερός
Headword (normalized):
πλακερός
Headword (normalized/stripped):
πλακερος
IDX:
26272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26303
Key:
plakero/s

Data

{'content': 'πλακερός\n πλᾰκερός, ά, όν\n πλάξ\n = πλατύς\n broad, Theocr.', 'key': 'plakero/s'}