Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιφαύσκω
πίων
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάγος
πλαδαρός
πλάζω
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλακερός
πλάκινος
πλακοῦς
πλάκτωρ
πλανάω
πλάνημα
View word page
πλαδαρός
πλαδαρός .πλᾰδᾰρός, ά, όν wet, damp, Anth.

ShortDef

wet, damp

Debugging

Headword:
πλαδαρός
Headword (normalized):
πλαδαρός
Headword (normalized/stripped):
πλαδαρος
IDX:
26267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26297
Key:
pladaro/s

Data

{'content': 'πλαδαρός\n .πλᾰδᾰρός, ά, όν\n wet, damp, Anth.', 'key': 'pladaro/s'}