πλάγιος
πλάγιος
πλάγιος (ᾰ), α ον, ος, ον,
πλάγος
placed sideways, slanting, aslant, Lat. obliquus, Thuc.
πλάγια, ων, τά, the sides, Hdt.:—in military sense, τοῖς πλαγίοις ἐπιέναι to attack the flanks, Thuc.; εἰς τὰ πλ. παράγειν or παραπέμπειν to make an army file off right and left, Xen.; πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Xen.
with Preps. in adverb. sense, εἰς πλάγιον obliquely, Xen.; εἰς τὰ πλάγια, opp. to εἰς τὸ ἀντίον, Thuc.; —ἐκ πλαγίου in flank, Thuc.; κατὰ πλάγια Xen.
metaph. not straightforward, crooked, treacherous, φρένες Pind.; πλάγια φρονεῖν Eur.