Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πίτυρον
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάγος
πλαδαρός
πλάζω
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
View word page
πλάγιος
πλάγιος πλάγιος (ᾰ), α ον, ος, ον, πλάγος placed sideways, slanting, aslant, Lat. obliquus, Thuc. πλάγια, ων, τά, the sides, Hdt.:—in military sense, τοῖς πλαγίοις ἐπιέναι to attack the flanks, Thuc.; εἰς τὰ πλ. παράγειν or παραπέμπειν to make an army file off right and left, Xen.; πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Xen. with Preps. in adverb. sense, εἰς πλάγιον obliquely, Xen.; εἰς τὰ πλάγια, opp. to εἰς τὸ ἀντίον, Thuc.; —ἐκ πλαγίου in flank, Thuc.; κατὰ πλάγια Xen. metaph. not straightforward, crooked, treacherous, φρένες Pind.; πλάγια φρονεῖν Eur.

ShortDef

placed sideways, slanting, aslant

Debugging

Headword:
πλάγιος
Headword (normalized):
πλάγιος
Headword (normalized/stripped):
πλαγιος
IDX:
26261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26291
Key:
pla/gios

Data

{'content': 'πλάγιος\n πλάγιος (ᾰ), α ον, ος, ον,\n πλάγος\n placed sideways, slanting, aslant, Lat. obliquus, Thuc.\n πλάγια, ων, τά, the sides, Hdt.:—in military sense, τοῖς πλαγίοις ἐπιέναι to attack the flanks, Thuc.; εἰς τὰ πλ. παράγειν or παραπέμπειν to make an army file off right and left, Xen.; πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Xen.\n with Preps. in adverb. sense, εἰς πλάγιον obliquely, Xen.; εἰς τὰ πλάγια, opp. to εἰς τὸ ἀντίον, Thuc.; —ἐκ πλαγίου in flank, Thuc.; κατὰ πλάγια Xen.\n metaph. not straightforward, crooked, treacherous, φρένες Pind.; πλάγια φρονεῖν Eur.', 'key': 'pla/gios'}