Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πίτυρον
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάγος
πλαδαρός
πλάζω
πλάθανον
View word page
πλαγιάζω
πλαγιάζω πλᾰγιάζω, fut. -άσω πλάγιος to turn sideways or aside, πλ. πρὸς τοὺς ἀντίους ἀνέμους (sc. τὴν ναῦν) to beat up against adverse winds, Luc.: metaph., πλ. ἢ φωνὴν ἢ πρᾶξιν to adapt them to circumstances, Plut.

ShortDef

to turn sideways

Debugging

Headword:
πλαγιάζω
Headword (normalized):
πλαγιάζω
Headword (normalized/stripped):
πλαγιαζω
IDX:
26259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26289
Key:
plagia/zw

Data

{'content': 'πλαγιάζω\n πλᾰγιάζω,\n fut. -άσω\n πλάγιος\n to turn sideways or aside, πλ. πρὸς τοὺς ἀντίους ἀνέμους (sc. τὴν ναῦν) to beat up against adverse winds, Luc.: metaph., πλ. ἢ φωνὴν ἢ πρᾶξιν to adapt them to circumstances, Plut.', 'key': 'plagia/zw'}