Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πιτανήτης
πίτνημι
πίτνω
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πίτυρον
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάγος
View word page
πιτυώδης
πιτυώδης πῐτυ-ώδης, ες εἶδος abounding in pines, Strab.

ShortDef

abounding in pines

Debugging

Headword:
πιτυώδης
Headword (normalized):
πιτυώδης
Headword (normalized/stripped):
πιτυωδης
IDX:
26256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26286
Key:
pituw/dhs

Data

{'content': 'πιτυώδης\n πῐτυ-ώδης, ες\n εἶδος\n abounding in pines, Strab.', 'key': 'pituw/dhs'}