Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πίσυνος
Πιτάνη
Πιτανήτης
πίτνημι
πίτνω
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πίτυρον
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτήρ
πλαγκτός
View word page
πίτυς
πίτυς .πίτυς (ῐ), υος, ἡ, the pine, stone pine, Hom.:—proverb., πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι to be destroyed like a pine, i. e. utterly, because the pine when cut down never grows again, Hdt.

ShortDef

the pine, stone pine

Debugging

Headword:
πίτυς
Headword (normalized):
πίτυς
Headword (normalized/stripped):
πιτυς
IDX:
26254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26284
Key:
pi/tus

Data

{'content': 'πίτυς\n .πίτυς (ῐ), υος, ἡ,\n the pine, stone pine, Hom.:—proverb., πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι to be destroyed like a pine, i. e. utterly, because the pine when cut down never grows again, Hdt.', 'key': 'pi/tus'}