Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιστωτέος
πίσυνος
Πιτάνη
Πιτανήτης
πίτνημι
πίτνω
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πίτυρον
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτήρ
View word page
πίτυρον
πίτυρον πίτῡρον, ου, τό, πτίσσω the husks of corn, bran, mostly in pl., Dem., Theocr.
ShortDef
the husks of grain, bran
Debugging
Headword:
πίτυρον
Headword (normalized):
πίτυρον
Headword (normalized/stripped):
πιτυρον
IDX:
26253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26283
Key:
pi/turon
Data
{'content': 'πίτυρον\n πίτῡρον, ου, τό,\n πτίσσω\n the husks of corn, bran, mostly in pl., Dem., Theocr.', 'key': 'pi/turon'}