Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
View word page
ἀνδρόβουλος
ἀνδρόβουλος ἀνήρ, βουλή of manly counsel, man-minded, Aesch.

ShortDef

of manly counsel, man-minded

Debugging

Headword:
ἀνδρόβουλος
Headword (normalized):
ἀνδρόβουλος
Headword (normalized/stripped):
ανδροβουλος
IDX:
2627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2628
Key:
a)ndro/boulos

Data

{'content': 'ἀνδρόβουλος\n ἀνήρ, βουλή\n of manly counsel, man-minded, Aesch.', 'key': 'a)ndro/boulos'}