Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιστότης
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πιστωτέος
πίσυνος
Πιτάνη
Πιτανήτης
πίτνημι
πίτνω
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πίτυρον
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγιάζω
View word page
πιτυλεύω
πιτυλεύω πῐτῠλεύω, fut. -σω πίτυλος to ply the plashing oar, Ar.
ShortDef
to ply the plashing oar
Debugging
Headword:
πιτυλεύω
Headword (normalized):
πιτυλεύω
Headword (normalized/stripped):
πιτυλευω
IDX:
26249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26279
Key:
pituleu/w
Data
{'content': 'πιτυλεύω\n πῐτῠλεύω,\n fut. -σω\n πίτυλος\n to ply the plashing oar, Ar.', 'key': 'pituleu/w'}