Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πιστωτέος
πίσυνος
Πιτάνη
Πιτανήτης
πίτνημι
πίτνω
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πίτυρον
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
View word page
πίτνημι
πίτνημι poet. form of πετάννυμι to spread out, ἠέρα πίτνα (Epic for ἐπίτνα) Il.; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας stretching out his arms to me, Od.; πίτναν τʼ εἰς αἰθέρα χεῖρας (for ἐπίτναν) Pind.:—Pass., ἀμφὶ δὲ χαῖται πίτναντο Il.

ShortDef

to spread out

Debugging

Headword:
πίτνημι
Headword (normalized):
πίτνημι
Headword (normalized/stripped):
πιτνημι
IDX:
26247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26277
Key:
pi/tnhmi

Data

{'content': 'πίτνημι\n poet. form of πετάννυμι\n to spread out, ἠέρα πίτνα (Epic for ἐπίτνα) Il.; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας stretching out his arms to me, Od.; πίτναν τʼ εἰς αἰθέρα χεῖρας (for ἐπίτναν) Pind.:—Pass., ἀμφὶ δὲ χαῖται πίτναντο Il.', 'key': 'pi/tnhmi'}