Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πιστωτέος
πίσυνος
Πιτάνη
Πιτανήτης
πίτνημι
πίτνω
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πίτυρον
View word page
πιστωτέος
πιστωτέος πιστωτέος, η, ον, verb. adj. to be warranted, Luc.
ShortDef
to be warranted
Debugging
Headword:
πιστωτέος
Headword (normalized):
πιστωτέος
Headword (normalized/stripped):
πιστωτεος
IDX:
26243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26273
Key:
pistwte/os
Data
{'content': 'πιστωτέος\n πιστωτέος, η, ον,\n verb. adj.\n to be warranted, Luc.', 'key': 'pistwte/os'}