Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πιστωτέος
πίσυνος
Πιτάνη
Πιτανήτης
πίτνημι
πίτνω
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
View word page
πίστωμα
πίστωμα πίστωμα, ατος, τό, πιστόω an assurance, warrant, guarantee, pledge, Aesch., etc. of persons, γηραλᾶ πιστώματα, πιστοὶ γέροντες, Aesch.
ShortDef
an assurance, warrant, guarantee, pledge
Debugging
Headword:
πίστωμα
Headword (normalized):
πίστωμα
Headword (normalized/stripped):
πιστωμα
IDX:
26242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26272
Key:
pi/stwma
Data
{'content': 'πίστωμα\n πίστωμα, ατος, τό,\n πιστόω\n an assurance, warrant, guarantee, pledge, Aesch., etc.\n of persons, γηραλᾶ πιστώματα, πιστοὶ γέροντες, Aesch.', 'key': 'pi/stwma'}