Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδροθνής
ἀνδροκμής
View word page
ἀνδροβόρος
ἀνδροβόρος ἀνήρ, βιβρώσκω man-devouring, Anth.

ShortDef

man-devouring

Debugging

Headword:
ἀνδροβόρος
Headword (normalized):
ἀνδροβόρος
Headword (normalized/stripped):
ανδροβορος
IDX:
2626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2627
Key:
a)ndrobo/ros

Data

{'content': 'ἀνδροβόρος\n ἀνήρ, βιβρώσκω\n man-devouring, Anth.', 'key': 'a)ndrobo/ros'}