Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πιστωτέος
πίσυνος
Πιτάνη
Πιτανήτης
πίτνημι
View word page
πιστός
πιστός πίνω liquid medicines, opp. to βρώσιμα, Aesch.

ShortDef

liquid (medicines)
to be trusted

Debugging

Headword:
πιστός
Headword (normalized):
πιστός
Headword (normalized/stripped):
πιστος
IDX:
26237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26267
Key:
pisto/s1

Data

{'content': 'πιστός\n πίνω\n liquid medicines, opp. to βρώσιμα, Aesch.', 'key': 'pisto/s1'}