Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πιστωτέος
πίσυνος
Πιτάνη
View word page
πιστικός2
πιστικός2 faithful:—adv., πιστικῶς ἔχειν τινί Plut. genuine, v. πιστικόs1

ShortDef

liquid
faithful

Debugging

Headword:
πιστικός2
Headword (normalized):
πιστικός
Headword (normalized/stripped):
πιστικος2
IDX:
26235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26265
Key:
pistiko/s2

Data

{'content': 'πιστικός2\n faithful:—adv., πιστικῶς ἔχειν τινί Plut.\n genuine, v. πιστικόs1', 'key': 'pistiko/s2'}