Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πιστωτέος
πίσυνος
View word page
πιστικός
πιστικός liquid, NTest.: others refer it to πίστις, in the sense of genuine, pure.
ShortDef
liquid
faithful
Debugging
Headword:
πιστικός
Headword (normalized):
πιστικός
Headword (normalized/stripped):
πιστικος
IDX:
26234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26264
Key:
pistiko/s1
Data
{'content': 'πιστικός\n liquid, NTest.: others refer it to πίστις, in the sense of genuine, pure.', 'key': 'pistiko/s1'}