Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πίσηθεν
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
View word page
πιστευτικός
πιστευτικός πιστευτικός, ή, όν disposed to trust, confiding, Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely upon one, Plat. creating belief, Plat. from πιστεύω
ShortDef
disposed to trust, confiding
Debugging
Headword:
πιστευτικός
Headword (normalized):
πιστευτικός
Headword (normalized/stripped):
πιστευτικος
IDX:
26232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26262
Key:
pisteutiko/s
Data
{'content': 'πιστευτικός\n πιστευτικός, ή, όν\n disposed to trust, confiding, Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely upon one, Plat.\n creating belief, Plat.\n from πιστεύω', 'key': 'pisteutiko/s'}