Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πισάτης
Πίσηθεν
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
πίστρα
View word page
πίστευμα
πίστευμα πίστευμα, ατος, τό, = πίστωμα, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πίστευμα
Headword (normalized):
πίστευμα
Headword (normalized/stripped):
πιστευμα
IDX:
26231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26261
Key:
pi/steuma

Data

{'content': 'πίστευμα\n πίστευμα, ατος, τό,\n = πίστωμα, Aesch.', 'key': 'pi/steuma'}