Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πῖσα
Πισάτης
Πίσηθεν
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόω
View word page
πισσωτής
πισσωτής πισσωτής, οῦ, ὁ, one who pitches, Luc.

ShortDef

one who pitches

Debugging

Headword:
πισσωτής
Headword (normalized):
πισσωτής
Headword (normalized/stripped):
πισσωτης
IDX:
26230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26260
Key:
pisswth/s

Data

{'content': 'πισσωτής\n πισσωτής, οῦ, ὁ,\n one who pitches, Luc.', 'key': 'pisswth/s'}