Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πισαῖος
Πῖσα
Πισάτης
Πίσηθεν
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
πιστός
πιστός2
πιστότης
View word page
πισσόω
πισσόω, πίσσα Mid. to remove the hair by means of a pitch-plaster, Luc.
ShortDef
pitch over, pitch
Debugging
Headword:
πισσόω
Headword (normalized):
πισσόω
Headword (normalized/stripped):
πισσοω
IDX:
26229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26259
Key:
pisso/omai
Data
{'content': 'πισσόω, \n πίσσα\n Mid. to remove the hair by means of a pitch-plaster, Luc.', 'key': 'pisso/omai'}