Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιπίσκω
πιπράσκω
πίπτω
Πισαῖος
Πῖσα
Πισάτης
Πίσηθεν
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
πίστις
View word page
πίσσα
πίσσα .πίσσα, Attic πίττα, ης, ἡ, pitch, Lat. pix, Il., Hdt., etc.: proverb., ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i. e. he has got the first taste of misery, Dem.

ShortDef

pitch

Debugging

Headword:
πίσσα
Headword (normalized):
πίσσα
Headword (normalized/stripped):
πισσα
IDX:
26226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26256
Key:
pi/ssa

Data

{'content': 'πίσσα\n .πίσσα, Attic πίττα, ης, ἡ,\n pitch, Lat. pix, Il., Hdt., etc.: proverb., ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i. e. he has got the first taste of misery, Dem.', 'key': 'pi/ssa'}