Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πῖ
πιπίσκω
πιπράσκω
πίπτω
Πισαῖος
Πῖσα
Πισάτης
Πίσηθεν
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πιστικός2
View word page
πίσος
πίσος .πίσος (ῐ), ὁ, the pea, Lat. pisum, Ar.

ShortDef

the pea

Debugging

Headword:
πίσος
Headword (normalized):
πίσος
Headword (normalized/stripped):
πισος
IDX:
26225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26255
Key:
pi/sos

Data

{'content': 'πίσος\n .πίσος (ῐ), ὁ,\n the pea, Lat. pisum, Ar.', 'key': 'pi/sos'}