Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πῖος
πῖ
πιπίσκω
πιπράσκω
πίπτω
Πισαῖος
Πῖσα
Πισάτης
Πίσηθεν
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
View word page
πῖσος
πῖσος πῖσος, εος, τό, πίνω only in pl. meadows, Hom.

ShortDef

meadows

Debugging

Headword:
πῖσος
Headword (normalized):
πῖσος
Headword (normalized/stripped):
πισος
IDX:
26224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26254
Key:
pi=sos

Data

{'content': 'πῖσος\n πῖσος, εος, τό,\n πίνω\n only in pl.\n meadows, Hom.', 'key': 'pi=sos'}