Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πίνω
πῖος
πῖ
πιπίσκω
πιπράσκω
πίπτω
Πισαῖος
Πῖσα
Πισάτης
Πίσηθεν
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσήρης
πίσσινος
πισσόω
πισσωτής
πίστευμα
πιστευτικός
πιστεύω
View word page
πίσινος
πίσινος πίσῐνος (πῐ), η, ον made of peas, ἔτνος π. pea-soup, Ar.
ShortDef
made of peas
Debugging
Headword:
πίσινος
Headword (normalized):
πίσινος
Headword (normalized/stripped):
πισινος
IDX:
26223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26253
Key:
pi/sinos
Data
{'content': 'πίσινος\n πίσῐνος (πῐ), η, ον\n made of peas, ἔτνος π. pea-soup, Ar.', 'key': 'pi/sinos'}