Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πίνη
πινοτήρης
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῖν
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πινώδης
πίνω
πῖος
πῖ
πιπίσκω
πιπράσκω
πίπτω
Πισαῖος
Πῖσα
Πισάτης
Πίσηθεν
View word page
πινώδης
πινώδης πίνος, εἶδος dirty, foul, Eur.

ShortDef

dirty, foul

Debugging

Headword:
πινώδης
Headword (normalized):
πινώδης
Headword (normalized/stripped):
πινωδης
IDX:
26212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26242
Key:
pinw/dhs

Data

{'content': 'πινώδης\n πίνος, εἶδος\n dirty, foul, Eur.', 'key': 'pinw/dhs'}