Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πινδόθεν
πίνη
πινοτήρης
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῖν
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πινώδης
πίνω
πῖος
πῖ
πιπίσκω
πιπράσκω
πίπτω
Πισαῖος
Πῖσα
Πισάτης
View word page
πινυτόφρων
πινυτόφρων πῐνῠτό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν of wise or understanding mind, Anth.
ShortDef
of wise
Debugging
Headword:
πινυτόφρων
Headword (normalized):
πινυτόφρων
Headword (normalized/stripped):
πινυτοφρων
IDX:
26211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26241
Key:
pinuto/frwn
Data
{'content': 'πινυτόφρων\n πῐνῠτό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n of wise or understanding mind, Anth.', 'key': 'pinuto/frwn'}