Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πινδάρειος
Πινδόθεν
πίνη
πινοτήρης
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῖν
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πινώδης
πίνω
πῖος
πῖ
πιπίσκω
πιπράσκω
πίπτω
Πισαῖος
Πῖσα
View word page
πινυτός
πινυτός πῐνῠτός, ή, όν πινύσσω wise, prudent, discreet, understanding, Od., Solon.

ShortDef

wise, prudent, discreet, understanding

Debugging

Headword:
πινυτός
Headword (normalized):
πινυτός
Headword (normalized/stripped):
πινυτος
IDX:
26210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26240
Key:
pinuto/s

Data

{'content': 'πινυτός\n πῐνῠτός, ή, όν\n πινύσσω\n wise, prudent, discreet, understanding, Od., Solon.', 'key': 'pinuto/s'}