Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιναρός
Πινδάρειος
Πινδόθεν
πίνη
πινοτήρης
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῖν
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πινώδης
πίνω
πῖος
πῖ
πιπίσκω
πιπράσκω
πίπτω
Πισαῖος
View word page
πινυτή
πινυτή πῐνῠτή, ἡ, understanding, wisdom, Hom.
ShortDef
understanding, wisdom
Debugging
Headword:
πινυτή
Headword (normalized):
πινυτή
Headword (normalized/stripped):
πινυτη
IDX:
26209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26239
Key:
pinuth/
Data
{'content': 'πινυτή\n πῐνῠτή, ἡ,\n understanding, wisdom, Hom.', 'key': 'pinuth/'}