Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πινακοθήκη
πινακοπώλης
πίναξ
πιναρός
Πινδάρειος
Πινδόθεν
πίνη
πινοτήρης
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῖν
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πινώδης
πίνω
πῖος
πῖ
πιπίσκω
View word page
πίνος
πίνος (ῐ), ὁ, dirt, filth, Lat. squalor, Soph., Eur.; metaph., σὺν πίνῳ χερῶν, i.e. by foul means, Aesch.
ShortDef
dirt, filth
Debugging
Headword:
πίνος
Headword (normalized):
πίνος
Headword (normalized/stripped):
πινος
IDX:
26206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26236
Key:
pi/nos
Data
{'content': 'πίνος\n (ῐ), ὁ,\n dirt, filth, Lat. squalor, Soph., Eur.; metaph., σὺν πίνῳ χερῶν, i.e. by foul means, Aesch.', 'key': 'pi/nos'}