Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πινακίς
πινακοθήκη
πινακοπώλης
πίναξ
πιναρός
Πινδάρειος
Πινδόθεν
πίνη
πινοτήρης
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῖν
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πινώδης
πίνω
πῖος
πῖ
View word page
πινόομαι
πινόομαι πῐνόομαι, Pass. to be rusted, of statues, Plut. from πίνος (ῐ)
ShortDef
to be rusted
Debugging
Headword:
πινόομαι
Headword (normalized):
πινόομαι
Headword (normalized/stripped):
πινοομαι
IDX:
26205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26235
Key:
pino/omai
Data
{'content': 'πινόομαι\n πῐνόομαι,\n Pass. to be rusted, of statues, Plut.\n from πίνος (ῐ)', 'key': 'pino/omai'}