Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογόνος
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
View word page
ἀνδρικός
ἀνδρικός ἀνήρ of or for a man, masculine, manly, Lat. virilis, Plat.; ἀνδρ. ἱδρώς the sweat of manly toil, Ar.:—adv. -κῶς, like a man, comp. -ώτερον, Sup. -ώτατα, Plat. composed of men, χορός Xen.

ShortDef

of or for a man, masculine, manly

Debugging

Headword:
ἀνδρικός
Headword (normalized):
ἀνδρικός
Headword (normalized/stripped):
ανδρικος
IDX:
2622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2623
Key:
a)ndriko/s

Data

{'content': 'ἀνδρικός\n ἀνήρ\n of or for a man, masculine, manly, Lat. virilis, Plat.; ἀνδρ. ἱδρώς the sweat of manly toil, Ar.:—adv. -κῶς, like a man, comp. -ώτερον, Sup. -ώτατα, Plat.\n composed of men, χορός Xen.', 'key': 'a)ndriko/s'}