Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιμπλέω
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινάκιον
πινακίσκος
πινακίς
πινακοθήκη
πινακοπώλης
πίναξ
πιναρός
Πινδάρειος
Πινδόθεν
πίνη
πινοτήρης
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῖν
πινύσκω
πινυτή
View word page
πιναρός
πιναρός πῐνᾰρός, ά, όν πίνος dirty, squalid, Eur.
ShortDef
dirty, squalid
Debugging
Headword:
πιναρός
Headword (normalized):
πιναρός
Headword (normalized/stripped):
πιναρος
IDX:
26199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26229
Key:
pinaro/s
Data
{'content': 'πιναρός\n πῐνᾰρός, ά, όν\n πίνος\n dirty, squalid, Eur.', 'key': 'pinaro/s'}