Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πῖλος
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμπλάνομαι
Πίμπλεια
πιμπλέω
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινάκιον
πινακίσκος
πινακίς
πινακοθήκη
πινακοπώλης
πίναξ
πιναρός
Πινδάρειος
Πινδόθεν
View word page
πίμπρημι
πίμπρημι From Root !πρα to burn, burn up, πυρός with fire, Il.; πυρί Soph.; absol., Hes., Aesch.
ShortDef
to burn, burn up
Debugging
Headword:
πίμπρημι
Headword (normalized):
πίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
πιμπρημι
IDX:
26191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26221
Key:
pi/mprhmi
Data
{'content': 'πίμπρημι\n From Root !πρα\n to burn, burn up, πυρός with fire, Il.; πυρί Soph.; absol., Hes., Aesch.', 'key': 'pi/mprhmi'}