Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμπλάνομαι
Πίμπλεια
πιμπλέω
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινάκιον
πινακίσκος
πινακίς
View word page
πιμελή
πιμελή πῑμελή, ἡ, πίων soft fat, lard, Lat. adeps, Hdt., Soph.

ShortDef

soft fat, lard

Debugging

Headword:
πιμελή
Headword (normalized):
πιμελή
Headword (normalized/stripped):
πιμελη
IDX:
26185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26215
Key:
pimelh/

Data

{'content': 'πιμελή\n πῑμελή, ἡ,\n πίων\n soft fat, lard, Lat. adeps, Hdt., Soph.', 'key': 'pimelh/'}