Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμπλάνομαι
Πίμπλεια
πιμπλέω
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινάκιον
View word page
πιλοφόρος
πιλοφόρος πῑλο-φόρος, ον, πῖλος II, φέρω wearing a cap, Anth.

ShortDef

wearing a cap

Debugging

Headword:
πιλοφόρος
Headword (normalized):
πιλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πιλοφορος
IDX:
26183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26213
Key:
pilofo/ros

Data

{'content': 'πιλοφόρος\n πῑλο-φόρος, ον,\n πῖλος II, φέρω\n wearing a cap, Anth.', 'key': 'pilofo/ros'}