Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμπλάνομαι
Πίμπλεια
πιμπλέω
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
View word page
πιλοφορικός
πιλοφορικός πῑλοφορικός, ή, όν accustomed to wear a πῖλος, Luc.
ShortDef
accustomed to wear a felt cap
Debugging
Headword:
πιλοφορικός
Headword (normalized):
πιλοφορικός
Headword (normalized/stripped):
πιλοφορικος
IDX:
26182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26212
Key:
piloforiko/s
Data
{'content': 'πιλοφορικός\n πῑλοφορικός, ή, όν\n accustomed to wear a πῖλος, Luc.', 'key': 'piloforiko/s'}