Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμπλάνομαι
Πίμπλεια
πιμπλέω
πίμπλημι
View word page
πιλνάω
πιλνάω = πελάζω to bring near, Hes. Mid., to draw near to, approach, c. dat., ἅρματα χθονὶ πίλνατο the chariots went close to the ground, Il.; ἐπʼ οὔδεϊ πίλναται Il.; γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο earth and sky threatened to encounter (in the storm), Hes.

ShortDef

to bring near

Debugging

Headword:
πιλνάω
Headword (normalized):
πιλνάω
Headword (normalized/stripped):
πιλναω
IDX:
26180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26210
Key:
pilna/w

Data

{'content': 'πιλνάω\n = πελάζω\n to bring near, Hes.\n Mid., to draw near to, approach, c. dat., ἅρματα χθονὶ πίλνατο the chariots went close to the ground, Il.; ἐπʼ οὔδεϊ πίλναται Il.; γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο earth and sky threatened to encounter (in the storm), Hes.', 'key': 'pilna/w'}