Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμπλάνομαι
View word page
πιλίδιον
πιλίδιον πῑλίδιον, ου, τό, Dim. of πῖλος, Lat. pileolus, Ar., Dem.
ShortDef
pileolus
Debugging
Headword:
πιλίδιον
Headword (normalized):
πιλίδιον
Headword (normalized/stripped):
πιλιδιον
IDX:
26177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26207
Key:
pili/dion
Data
{'content': 'πιλίδιον\n πῑλίδιον, ου, τό,\n Dim. of πῖλος, Lat.\n pileolus, Ar., Dem.', 'key': 'pili/dion'}