Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλωτός
πιμελή
View word page
πικρόχολος
πικρόχολος πικρό-χολος, ον, full of bitter bile, splenetic, Anth.
ShortDef
full of bitter bile, splenetic
Debugging
Headword:
πικρόχολος
Headword (normalized):
πικρόχολος
Headword (normalized/stripped):
πικροχολος
IDX:
26175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26205
Key:
pikro/xolos
Data
{'content': 'πικρόχολος\n πικρό-χολος, ον,\n full of bitter bile, splenetic, Anth.', 'key': 'pikro/xolos'}