Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλωτός
View word page
πικρότης
πικρότης from πικρός πικρότης, ητος, ἡ, pungency, bitterness, of taste, Plat. metaph. bitterness, cruelty, Hdt., Eur.
ShortDef
pungency, bitterness
Debugging
Headword:
πικρότης
Headword (normalized):
πικρότης
Headword (normalized/stripped):
πικροτης
IDX:
26174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26204
Key:
pikro/ths
Data
{'content': 'πικρότης\n from πικρός\n πικρότης, ητος, ἡ,\n pungency, bitterness, of taste, Plat.\n metaph. bitterness, cruelty, Hdt., Eur.', 'key': 'pikro/ths'}