Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
πιλοφορικός
View word page
πικρόκαρπος
πικρόκαρπος πικρό-καρπος, ον, bearing bitter fruit, Aesch.

ShortDef

bearing bitter fruit

Debugging

Headword:
πικρόκαρπος
Headword (normalized):
πικρόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πικροκαρπος
IDX:
26172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26202
Key:
pikro/karpos

Data

{'content': 'πικρόκαρπος\n πικρό-καρπος, ον,\n bearing bitter fruit, Aesch.', 'key': 'pikro/karpos'}