Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
πιλνάω
πῖλος
View word page
πικρόγλωσσος
πικρόγλωσσος πικρό-γλωσσος, ον, of sharp or bitter tongue, Aesch.

ShortDef

of sharp

Debugging

Headword:
πικρόγλωσσος
Headword (normalized):
πικρόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
πικρογλωσσος
IDX:
26171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26201
Key:
pikro/glwssos

Data

{'content': 'πικρόγλωσσος\n πικρό-γλωσσος, ον,\n of sharp or bitter tongue, Aesch.', 'key': 'pikro/glwssos'}