Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρογόνος
View word page
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντοποιός ἀνδριάς, ποιέω a statue-maker, statuary, sculptor, Pind., Plat.

ShortDef

a statue-maker, statuary, sculptor

Debugging

Headword:
ἀνδριαντοποιός
Headword (normalized):
ἀνδριαντοποιός
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντοποιος
IDX:
2619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2620
Key:
a)ndriantopoio/s

Data

{'content': 'ἀνδριαντοποιός\n ἀνδριάς, ποιέω\n a statue-maker, statuary, sculptor, Pind., Plat.', 'key': 'a)ndriantopoio/s'}