Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιθανόω
πιθηκισμός
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
πιλιπής
View word page
πικρίζω
πικρίζω πικρίζω, fut. -σω πικρός to be or taste bitter, Strab.
ShortDef
to be or taste bitter
Debugging
Headword:
πικρίζω
Headword (normalized):
πικρίζω
Headword (normalized/stripped):
πικριζω
IDX:
26169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26199
Key:
pikri/zw
Data
{'content': 'πικρίζω\n πικρίζω,\n fut. -σω\n πικρός\n to be or taste bitter, Strab.', 'key': 'pikri/zw'}