Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιθανότης
πιθανόω
πιθηκισμός
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
πιλίον
View word page
πικρία
πικρία πικρία, ἡ, πικρός bitterness, of temper, Dem., Plut.
ShortDef
bitterness
Debugging
Headword:
πικρία
Headword (normalized):
πικρία
Headword (normalized/stripped):
πικρια
IDX:
26168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26198
Key:
pikri/a
Data
{'content': 'πικρία\n πικρία, ἡ,\n πικρός\n bitterness, of temper, Dem., Plut.', 'key': 'pikri/a'}